- ώλενος
- Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας.
1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου είναι πιθανότατα, ερείπια της Ω.
2. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στην όχθη του ποταμού Πείρου και N της Πάτρας. Αρχικά ήταν μία από τις κυριότερες πόλεις της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά σύντομα έπεσε σε παρακμή. Oι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν και μετοίκησαν σε γειτονικές πόλεις. Λείψανα της Ω. υπάρχουν σε έναν λόφο, κοντά στο σημερινό χωριό Κάτω Αχαγιά.
* * *ο, Ν1. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην ομάδα τών τριλοβιτών2. φρ. «σειρά ωλένου (ή ολένου)»γεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τού Ανώτερου Καμβρίου, που απαντά στην Ευρώπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. olenus (< Ώλενος)].
Dictionary of Greek. 2013.